- πρώκιος
- πρώκῐος or [full] πρώκῐνος, η, ον, ([etym.] πρώξ)A dewy, εἶδαρ restd. in Call.Aet. Oxy.2079.34 (= Fr.542).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πρώκιος — ή πρώκινος, ίη, ον, Α [πρώξ, κός] δροσοστάλαχτος … Dictionary of Greek